οινοπνευματοποιείο

οινοπνευματοποιείο
το
εργοστάσιο παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπνευματοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοπνευματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Θ. Σχινά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οινοπνευματοποιείο — το εργοστάσιο παρασκευής οινοπνεύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”